γραφίδας

γραφίδας
γραφίς
stilus for writing
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εγκεντρίδα — η (Α ἐγκεντρίς) (για άλογα) ο πτερνιστήρας, σπιρούνι νεοελλ. γεωργικό εργαλείο που χρησιμεύει στο μπόλιασμα τών φυτών αρχ. 1. το κεντρί τών εντόμων 2. βούκεντρο 3. είδος γραφίδας που κατέληγε σε αιχμηρή άκρη 4. κομμάτι σίδερο με μυτερή άκρη που… …   Dictionary of Greek

  • εύσχιστος — εὔσχιστος, ον (ΑΜ) 1. ευκολόσχιστος 2. (για τον κάλαμο τής γραφίδας) αυτός που είναι καλά σχισμένος στο οξύ άκρο, καλοσχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχιστός (< σχίζω)] …   Dictionary of Greek

  • κέντρωνας — ο (ΑΜ κέντρων) [κέντρον] νεοελλ. 1. λογοτεχνικό είδος τής μεταγενέστερης ελληνικής λογοτεχνίας 2. μελόδραμα που η μουσική του προέρχεται από συρραφή αποσπασμάτων άλλων γνωστών μουσικών έργων μσν. μτφ. συρραφή από στίχους διαφόρων ποιητών αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κεντρωνάριον — κεντρωνάριον, τὸ (Α) πάπ. θήκη, κιβώτιο για τοποθέτηση κεντρώνων*, δηλ. καθαριστήρων τής γραφίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρων + κατάλ. άριον (< λατ. arium), πρβλ. εξεμπλ άριον, φαν άριον] …   Dictionary of Greek

  • κονδυλογράφος — κονδυλογράφος, ὁ (Μ) είδος γραφίδας, όργανο γραφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδύλι(ν) + γράφος (< γράφω), πρβλ. ιστοριο γράφος, λαο γράφος] …   Dictionary of Greek

  • μονοκοντυλιά — και μονοκονδυλιά, η 1. γραφή λέξης, φράσης, υπογραφής ή σχεδίου με μία κίνηση τής γραφίδας 2. φρ. «με μια μονοκοντυλιά» χωρίς μεγάλη διαδικασία, γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κοντύλι. Η λ., στον λόγιο τ. μονοκονδυλία, μαρτυρείται από το 1829… …   Dictionary of Greek

  • παραγραφίς — ίδος, ἡ, Α είδος γραφίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γραφίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

  • σεισμολογία — Κλάδος της γεωφυσικής, που εξετάζει τα σεισμικά φαινόμενα, δηλαδή τους σεισμούς και το σύνολο των εκδηλώσεων που συνδέονται με αυτούς. Κύριος σκοπός της σ. είναι η έρευνα του τρόπου διάδοσης, των σεισμικών κυμάτων που γεννιούνται στην εστία του… …   Dictionary of Greek

  • αερογράφος ή πιστολέτο — Φορητή συσκευή, που χρησιμοποιείται για να επικαλύπτονται επιφάνειες με χρώμα ή βερνίκι γρήγορα και ομοιόμορφα. Αποτελείται από έναν μικρό θάλαμο, όπου τοποθετείται το χρώμα σε υγρή κατάσταση και από μια γραφίδα ή ένα ακροφύσιο ψεκασμού. Από τον… …   Dictionary of Greek

  • εγγραφής, συσκευές ή εγγραφείς — Συσκευές ικανές να απεικονίσουν πάνω σε χάρτινη ταινία ένα φυσικό μέγεθος που έχει μετρηθεί από αυτές. Για τον σκοπό αυτό διαθέτουν γραφίδα που χαράσσει μία γραμμή, η οποία αναπαριστά την πορεία του μετρούμενου μεγέθους σε συνάρτηση με τον χρόνο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”